Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

ΝΕΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ-ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Περιοχή: Ανατολική Μακεδονία: νομός και επαρχία Δράμας, χωριό Δοξάτο.
Πηγή: Χειρόγραφο έτους 2006 (υπό καταγραφή).
Ομιλητής: Νίκος Νέος «Μπιρμπιρίτσας», 79 ετών.

Απομαγνητοφώνηση Απόδοση στην Κοινή Νέα Ελληνική
Δε σπέρνουν και πουλλά καπνά ικεί, δεν την αγαπούν τη δ’λειά πουλύ. Μισό στρέμμα, ένα στρέμμα καπνό θα σπείρουν. Έσπερνε ένας καμιά δεκαπέdε χρόνια, ε, ζήλεψε και δάσκαλος τ’ς μουσικής, ’α σπείρει και κείνος κάνα μισό στρέμμα. Είναι και πυκνοκατοικημένα τα σπίτια, δε bορούν να βρουν μέρος πού να βάλουν dη ράμκα, που λέμε, dη λιάστρα για να στεγνώσ’. Είχε μια παλιά αποθήκη ξέν’, πήγαινε αυτός που έσπερνε δεκαπένdε χρόνια, έβαζε εκεί τ’ς λιάστρες. ΄Υστερα πόσπειρε ’πό δεκαπένdε χρόνια κυρ-Γιώργης, ο δάσκαλος τ’ς μουσικής, ένα στρέμμα, είχε τρεις-τέσσερις λιάστρις, μόλις έβγαιν’ ήλιος, πήγαινε έπαιρνε του γείτονα τις λιάστρες, τις έβαζε στουν ίσκιο, έβαζε τις δικές του ζdτον ήλιο. – Α!, έβγαινε κοίταζε, γιατί ρε του gερατά; ’Γω του ’χω του dοίχο αυτόνα τόσα χρόνια! ΄Επαιρνε τ’ς λιάστρες τις έβαζε ζdον ίσκιο. ΄Εβαζε ο άλλος ζdουν ήλιο. ΄Ενας έβγαζε, ένας έβαζε, ένας έβγαζε, ένας έβαζε, μάλωσαν, δε μιλούσαν κανά δυο χρόνια. Δε σπέρνουν και πολλά καπνά εκεί, δεν την αγαπούν τη δουλειά πολύ. Μισό στρέμμα, ένα στρέμμα καπνό θα σπείρουν. Έσπερνε ένας καμιά δεκαπέντε χρόνια, ε, ζήλεψε και [ο] δάσκαλος της μουσικής, να σπείρει κι εκείνος κάνα μισό στρέμμα. Είναι και πυκνοκατοικημένα τα σπίτια, δεν μπορούν να βρουν μέρος πού να βάλουν τη ράμκα, που λέμε, τη λιάστρα για να στεγνώσει [ο καπνός]. Υπήρχε μια παλιά αποθήκη ξένη, πήγαινε αυτός που έσπερνε δεκαπέντε χρόνια, έβαζε εκεί τις λιάστρες. Αφού μετά από δεκαπέντε χρόνια έσπειρε [και] ο κυρ-Γιώργης, ο δάσκαλος της μουσικής, ένα στρέμμα, είχε τρεις-τέσσερις λιάστρις, μόλις έβγαινε ήλιος, πήγαινε έπαιρνε του γείτονα τις λιάστρες, τις έβαζε στουν ίσκιο, έβαζε τις δικές του στον ήλιο. – Α!, έβγαινε [ο άλλος], κοίταζε, [έλεγε:] γιατί ρε τον κερατά; Εγώ τον έχω τον τοίχο αυτόν τόσα χρόνια! ΄Επαιρνε τις λιάστρες τις έβαζε στον ίσκιο. ΄Εβαζε ο άλλος ζdουν ήλιο. ΄Ενας έβγαζε, ένας έβαζε, ένας έβγαζε, ένας έβαζε, μάλωσαν, δε μιλούσαν κανά δυο χρόνια.
Από ’δω μακριά, αυτός μουσικάνος πήγε απ’ αυτό το bοbούσ’, το gαρκίνο, πέθανε. Δεν είχαν ψάλτη, άρρωστος ήταν, πήγα να ψάλλω γω, με φώναξαν… Ε, του λέει η γυναίκα του, τον ζωντανό: - Πάνε, λέει, άναψε ένα κεράκ’. Ρεζίλι έγιναμε, λέει, για δυο παλιο-λιάστρες, λέει, ράμκες, μάλωσατε, λέει. – ’Γω, γ’ναίκα, ’γω δε dου κρατάω κακία, κείνος, λέει, πήρε τ’ς έβγαζε τ’ς δικές μας, τ’ς έβαζε ζdουν ίσκιο κι έβαζε τ’ς δικές τ’ ζdον ήλιο. -΄Αει ν’ ανάψεις ένα κερί, λέει. Μακριά από ’δω [= είθε να μη συμβεί σε μας], αυτός ο μουσικός πήγε απ’ αυτό το μπαμπούλα, τον καρκίνο, πέθανε. Δεν είχαν ψάλτη, ήταν άρρωστος, πήγα να ψάλλω εγώ, με φώναξαν… Ε, του λέει η γυναίκα του, του ζωντανού: - Πήγαινε, λέει, άναψε ένα κεράκι. Ρεζίλι γίναμε, λέει, για δυο παλιο-λιάστρες, ράμκες, μαλώσατε, λέει. – Εγώ, γυναίκα, δεν του κρατάω κακία, εκείνος, λέει, έπιασε και τις έβγαζε τις δικές μας, τις έβαζε στον ίσκιο κι έβαζε τις δικές του στον ήλιο. -΄Αντε ν’ ανάψεις ένα κερί, λέει [η γυναίκα του].
Πάει και κείνος καημένος, μόλις πήρε το κερί ν’ ανάψ’, τον βλέπει αυτή, η χήρα τώρα (- Γιατρέ, κάθου κειπέρα τώρα!), τουν βλέπει αυτήνα: – Αχ, Γιώργη μ’, άρχισε να χτυπάει τα πόδια. – Σήκω να δεις, Γιώργη μ’, ποιος ήρθε να σ’ ανάψ’ κεράκ’, δε σι κρατάει κακία. ’Κείνος dην έβαζε, συ την έβγαζες, ’κείνος dην έβαζε, συ την έβγαζες. Κόζμος μέσα όμως ακούν, πήραν κόζμος διαφορετικά! Χήρα χτυπούσε και τα ποδάργια! Ναι. – Όλα δω μνήσκουν, Γιώργη μ’, αν dην έβαζε κι κείνος, τι θα γίνουdαν; Βγήκαν όξω. –Τι έκανες αρέ; του λεν. - Να τι έκανα, λέει, αυτό κι αυτό. T’ς ράμκες τ’ς έβαζα ’γω ζdουν ήλιο, έβγαζε ’κείνος, τ’ς έβαζε τουν ίσκιο. Κι έμεινε η ιστορία. Πάει κι εκείνος [ο] καημένος, μόλις πήρε το κερί ν’ ανάψει, τον βλέπει αυτή, η χήρα τώρα (- Γιατρέ, κάτσε εκειπέρα τώρα! [ήρθε φίλος του αφηγητή]), τον βλέπει αυτή: – Αχ, Γιώργη μου, άρχισε να χτυπάει τα πόδια. – Σήκω να δεις, Γιώργη μου, ποιος ήρθε να σου ανάψει κεράκι, δε σου κρατάει κακία. Εκείνος την έβαζε, εσύ την έβγαζες, εκείνος την έβαζε, εσύ την έβγαζες. Ο κόσμος μέσα όμως [το] ακούει, ο κόσμος το πήρε διαφορετικά! Η χήρα χτυπούσε και τα πόδια! Ναι. – Όλα δω μένουν, Γιώργη μου, αν την έβαζε κι εκείνος, τι θα πείραζε; Βγήκαν έξω. - Τι έκανες ρέ; του λένε [οι άλλοι]. - Να τι έκανα, λέει, αυτό κι αυτό. Tις ράμκες τις έβαζα εγώ στον ήλιο, [τις] έβγαζε εκείνος, τις έβαζε στον ίσκιο. Κι έμεινε η ιστορία.
Όταν δούλιβα στου ΚΤΕΛ, ήρθε μια ξαδέρφ’ από ’δω Καρατζόγλου, Καρατζόγλου λέγομαι απ’ dη μαμά, το μισό το Δοξάτο είν’ Καρατζογλάδες. Ήρθε μια πρώτη ξαδέρφ’ ικεί, η οποία ήταν πανdρεμέν’ στη Gαβάλα, από ’δω, ξέρονdας ότι Καρατζόγλου, απ’ dη μαμά μου (αυτείν’ πήρε το bρώτο ξάδερφο τ’ς μαμάς μ’), να στείλει ένα δέμα εδώ τον πεθερό τ’ς. Ιγώ δούλιβα εισπράκτορας στο ΚΤΕΛ για. Όταν δούλεβα στο ΚΤΕΛ, ήρθε μια ξαδέρφη από εδώ Καρατζόγλου, Καρατζόγλου λέγομαι από τη μάνα [μου], το μισό το Δοξάτο είν’ Καρατζογλάδες. Ήρθε μια πρώτη ξαδέρφη εκεί, η οποία ήταν παντρεμένη στην Καβάλα, [καταγόμενη] από εδώ, ξέροντας το Καρατζόγλου, από τη μαμά μου (αυτή πήρε τον πρώτο ξάδερφο της μαμάς μου), να στείλει ένα δέμα εδώ στον πεθερό της. Εγώ δούλευα εισπράκτορας στο ΚΤΕΛ, βέβαια.
Πάει στο σταθμάρχη, λέει: - Θέλω το bρώτο ζουμ τον αξάδερφο το Gαρατζόγλου το Νίκο, να στείλω ένα δέμα στο bιθιρό μ’. – Kυρία μου, λέει, Καρατζόγλου Νίκο εισπράκτωρ δεν έχουμε, μήπως θέλεις το Νέο το Νίκο; Νέος λέγομαι στο επώνυμο. –Ου, δέκα χρόνια ιδώ δουλεύ’, παλιός είνι, δεν θέλ’τε να εξυπηρετήσ’τε! Κι νόμ’σε Νέος είμαι καινούργιος. Ξαδέρφ’ πρώτ’, τώρα! Καρατζόγλου αυτή απ’ dη μαμά μ’, νόμ’σε λέγομαι κι εγώ Καρατζόγλου, δεν έφτανε το μυαλό ως ικεί. – Δέκα χρόνια, λέει, ’δω δουλεύ’, λέει, θα με πεις εσύ, λέει, νέος είναι! Κι άλλος έλεγε: - Dο Νέο μήπως θέλ’ς;, επώνυμο. Κι έμεινε η ιστορία στο ΚΤΕΛ… Do Nέο… Ε, αφού ήταν τέτοιο το επώνυμο! Βλαχοδήμαρχος είναι παρατσούκλι, όπως και bιρbιρίτσας: ανέβαινα στη μουριά! Πάει στο σταθμάρχη, λέει: - Θέλω τον πρώτο μου τον ξάδερφο τον Καρατζόγλου το Νίκο, να στείλω ένα δέμα στον πεθερό μου. – Kυρία μου, λέει [ο σταθμάρχης], Καρατζόγλου Νίκο εισπράκτορα δεν έχουμε, μήπως θέλεις το Νέο το Νίκο; Νέος λέγομαι στο επώνυμο. –Ου, δέκα χρόνια εδώ δουλεύει, παλιός είναι, δεν θέλετε να εξυπηρετήσετε! Και νόμισε [με το] Νέος [ότι] είμαι καινούργιος. Ξαδέρφη πρώτη, τώρα! Καρατζόγλου αυτή από τη μαμά μου, νόμισε [ότι] λέγομαι κι εγώ Καρατζόγλου, δεν έφτανε το μυαλό [της] ως εκεί. – Δέκα χρόνια, λέει, εδώ δουλεύει, λέει, θα μου πεις εσύ, λέει, [ότι] είναι νέος! Κι [ο] άλλος έλεγε: - Το Νέο μήπως θέλεις;, επώνυμο. Κι έμεινε η ιστορία στο ΚΤΕΛ… Τo Nέο… Ε, αφού ήταν τέτοιο το επώνυμο! Βλαχοδήμαρχος είναι [το] παρατσούκλι [μου], όπως και Μπιρμπιρίτσας: ανέβαινα στη μουριά! [βερβερίτσα =σκίουρος].

Απόδοση στην Κοινή Νέα Ελληνική
Δε σπέρνουν και πολλά καπνά εκεί, δεν την αγαπούν τη δουλειά πολύ. Μισό στρέμμα, ένα στρέμμα καπνό θα σπείρουν. Έσπερνε ένας καμιά δεκαπέντε χρόνια, ε, ζήλεψε και [ο] δάσκαλος της μουσικής, να σπείρει κι εκείνος κάνα μισό στρέμμα. Είναι και πυκνοκατοικημένα τα σπίτια, δεν μπορούν να βρουν μέρος πού να βάλουν τη ράμκα, που λέμε, τη λιάστρα για να στεγνώσει [ο καπνός]. Υπήρχε μια παλιά αποθήκη ξένη, πήγαινε αυτός που έσπερνε δεκαπέντε χρόνια, έβαζε εκεί τις λιάστρες. Αφού μετά από δεκαπέντε χρόνια έσπειρε [και] ο κυρ-Γιώργης, ο δάσκαλος της μουσικής, ένα στρέμμα, είχε τρεις-τέσσερις λιάστρις, μόλις έβγαινε ήλιος, πήγαινε έπαιρνε του γείτονα τις λιάστρες, τις έβαζε στουν ίσκιο, έβαζε τις δικές του στον ήλιο. – Α!, έβγαινε [ο άλλος], κοίταζε, [έλεγε:] γιατί ρε τον κερατά; Εγώ τον έχω τον τοίχο αυτόν τόσα χρόνια! ΄Επαιρνε τις λιάστρες τις έβαζε στον ίσκιο. ΄Εβαζε ο άλλος ζdουν ήλιο. ΄Ενας έβγαζε, ένας έβαζε, ένας έβγαζε, ένας έβαζε, μάλωσαν, δε μιλούσαν κανά δυο χρόνια.
Μακριά από ’δω [= είθε να μη συμβεί σε μας], αυτός ο μουσικός πήγε απ’ αυτό το μπαμπούλα, τον καρκίνο, πέθανε. Δεν είχαν ψάλτη, ήταν άρρωστος, πήγα να ψάλλω εγώ, με φώναξαν… Ε, του λέει η γυναίκα του, του ζωντανού: - Πήγαινε, λέει, άναψε ένα κεράκι. Ρεζίλι γίναμε, λέει, για δυο παλιο-λιάστρες, ράμκες, μαλώσατε, λέει. – Εγώ, γυναίκα, δεν του κρατάω κακία, εκείνος, λέει, έπιασε και τις έβγαζε τις δικές μας, τις έβαζε στον ίσκιο κι έβαζε τις δικές του στον ήλιο. -΄Αντε ν’ ανάψεις ένα κερί, λέει [η γυναίκα του].
Πάει κι εκείνος [ο] καημένος, μόλις πήρε το κερί ν’ ανάψει, τον βλέπει αυτή, η χήρα τώρα (- Γιατρέ, κάτσε εκειπέρα τώρα! [ήρθε φίλος του αφηγητή]), τον βλέπει αυτή: – Αχ, Γιώργη μου, άρχισε να χτυπάει τα πόδια. – Σήκω να δεις, Γιώργη μου, ποιος ήρθε να σου ανάψει κεράκι, δε σου κρατάει κακία. Εκείνος την έβαζε, εσύ την έβγαζες, εκείνος την έβαζε, εσύ την έβγαζες. Ο κόσμος μέσα όμως [το] ακούει, ο κόσμος το πήρε διαφορετικά! Η χήρα χτυπούσε και τα πόδια! Ναι. – Όλα δω μένουν, Γιώργη μου, αν την έβαζε κι εκείνος, τι θα πείραζε; Βγήκαν έξω. - Τι έκανες ρέ; του λένε [οι άλλοι]. - Να τι έκανα, λέει, αυτό κι αυτό. Tις ράμκες τις έβαζα εγώ στον ήλιο, [τις] έβγαζε εκείνος, τις έβαζε στον ίσκιο. Κι έμεινε η ιστορία.
Όταν δούλεβα στο ΚΤΕΛ, ήρθε μια ξαδέρφη από εδώ Καρατζόγλου, Καρατζόγλου λέγομαι από τη μάνα [μου], το μισό το Δοξάτο είν’ Καρατζογλάδες. Ήρθε μια πρώτη ξαδέρφη εκεί, η οποία ήταν παντρεμένη στην Καβάλα, [καταγόμενη] από εδώ, ξέροντας το Καρατζόγλου, από τη μαμά μου (αυτή πήρε τον πρώτο ξάδερφο της μαμάς μου), να στείλει ένα δέμα εδώ στον πεθερό της. Εγώ δούλευα εισπράκτορας στο ΚΤΕΛ, βέβαια.
Πάει στο σταθμάρχη, λέει: - Θέλω τον πρώτο μου τον ξάδερφο τον Καρατζόγλου το Νίκο, να στείλω ένα δέμα στον πεθερό μου. – Kυρία μου, λέει [ο σταθμάρχης], Καρατζόγλου Νίκο εισπράκτορα δεν έχουμε, μήπως θέλεις το Νέο το Νίκο; Νέος λέγομαι στο επώνυμο. –Ου, δέκα χρόνια εδώ δουλεύει, παλιός είναι, δεν θέλετε να εξυπηρετήσετε! Και νόμισε [με το] Νέος [ότι] είμαι καινούργιος. Ξαδέρφη πρώτη, τώρα! Καρατζόγλου αυτή από τη μαμά μου, νόμισε [ότι] λέγομαι κι εγώ Καρατζόγλου, δεν έφτανε το μυαλό [της] ως εκεί. – Δέκα χρόνια, λέει, εδώ δουλεύει, λέει, θα μου πεις εσύ, λέει, [ότι] είναι νέος! Κι [ο] άλλος έλεγε: - Το Νέο μήπως θέλεις;, επώνυμο. Κι έμεινε η ιστορία στο ΚΤΕΛ… Τo Nέο… Ε, αφού ήταν τέτοιο το επώνυμο! Βλαχοδήμαρχος είναι [το] παρατσούκλι [μου], όπως και Μπιρμπιρίτσας: ανέβαινα στη μουριά! [βερβερίτσα =σκί
ουρος].


ΠΗΓΗ: http://www.xanthi.ilsp.gr/mnemeia/soundfileDetail.aspx?soundid=2


Την ιστορία με τις ράμκες αφηγείται ο κ. Νέος σε συνάθροιση στην ταβέρνα του Ζάχαρη περίπου δύο χρόνια πριν, όπως φαίνεται στο βιντεάκι...

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΟΞΑΤΟ-ΕΦ. ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ ΔΡΑΜΑΣ-1954

12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1954
◊ Ο ΔΗΜΟΣ ΔΟΞΑΤΟΥ ΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑΘΕΣΙΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΣΙΝ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ – Ο Δήμος Δράμας δι’ εγγράφου του προς την Νομαρχίαν, παρακαλεί τον κ. Νομάρχην όπως ενεργήση διά την επίσπευσιν της πιστώσεως διά την οποίαν υπεσχέθη ο Υπουργός Β. Ελλάδος κ. Στράτος ότι θα διατεθή εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας προς αποπεράτωσιν του Γυμνασιακού κτιρίου Δοξάτου.
Σχετικώς υποβάλλεται συνημμένως και αντίγραφον εγγράφου του υπουργού κ. Στράτου προς το Υπουργείον Παιδείας διά του οποίου παρακαλεί όπως διατεθούν 200.000 δρχ. διά την αποπεράτωσιν του Γυμνασιακού κτιρίου Δοξάτου, η εφ’ όσον δεν υπάρχει δυνατότης 100.000 δραχ. διά την εν μέρει αποπεράτωσιν τούτου, ίνα δυνηθή και λειτουργήση το Γυμνάσιον κατά το ερχόμενον σχολικόν έτος εις το νεόκτιστον κτίριον.

10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1954
◊ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΟΞΑΤΟΝ – Εκ μέρους του Προϊσταμένου ΤΥΔΚ κ. Δημητριάδη, εγένετο προχθές εις Δοξάτον η εγκατάστασις του αναδειχθέντος εργολάβου κ. Καλογήρου διά τον εξωραϊσμόν του πέριξ του ηρώου σφαγιασθέντων υπό των Βουλγάρων κατά το 1941 χώρου. Η δαπάνη της όλης εργασίας ανέρχεται εις 45 χιλ. νέων δραχμών αυτή δε θα έχη αποπερατωθή προ της 30 Σεπτεμβρίου ε.ε. ότε και θέλει τελεσθή το μνημόσυνον σφαγιασθέντων.
Εξ άλλου από της πρώτης του μηνός Σεπτεμβρίου εγένετο η τοποθέτησις εις το κωδωνοστάσιον του εκεί ιερού ναού του παραληφθέντος μεγάλου ωρολογίου αξίας 25 εκ. παλαιών δραχμών, το οποίον και λειτουργεί ήδη κανονικώτατα εις ολόκληρον την πόλιν.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 60-ΒΙΝΤΕΟ

Δύο βιντεάκια από την εξαιρετική ιστοσελίδα www.avarchive.gr του Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου..


Κυριακή 31 Μαΐου 2009

ΚΙΡΚΑΛΙΩΤΕΣ ΣΤΟ ΔΟΞΑΤΟ

Μεταφέρω από την ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας "Χρόνος" της Κομοτηνής..

14.05.2009 - Στο Δοξάτο οι Κιρκαλιώτες





ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Στο Δοξάτο οι Κιρκαλιώτες
14.05.2009

Είχαν βρεθεί εκεί οι πρόγονοί τους στην οδυνηρή προσφυγιά του 1913

Ο πολιτιστικός σύλλογος Κίρκης Έβρου την Κυριακή 10 Μαΐου πραγματοποίησε εκδρομή
στο Δοξάτο Δράμας για να τιμήσει τους κατοίκους της Κίρκης που βρέθηκαν εκεί μετά
την οδυνηρή προσφυγιά του 1913.
Πάνω από εκατό επισκέπτες με δύο λεωφορεία και ΙΧ συμμετείχαν στην εκδρομή και μέσα σε ατμόσφαιρα συγκίνησης συναντήθηκαν με κοντινούς και μακρινούς συγγενείς αλλά και παιδικούς φίλους και παλιούς συγχωριανούς που δείχνει ότι έμειναν αναλλοίωτες οι ρίζες και η καταγωγή των Κιρκαλιωτών στο Δοξάτο και αξέχαστες οι μνήμες παρά την μεσολάβηση ενός αιώνα.
Μετά τον εκκλησιασμό στο ναό του Αγίου Αθανασίου και την περιήγηση στα ιστορικά μνημεία και αξιοθέατα του Δοξάτου, έγινε η συνάντηση στην καλαίσθητη αίθουσα του Κιρκαλιώτη Κύρου Καλαντζή, κατά την οποία η πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Κίρκης Δώρα Φούτσα-Κωνσταντινίδου εξήγησε τη σημασία αυτής της επίσκεψης που τη χαρακτήρισε προσκυνηματική προς τους απολεσθέντες συμπατριώτες μας, αλλά και επεσήμανε την ανάγκη της επικοινωνίας με τους Κιρκαλιώτες κατοίκους του Δοξάτου για να μη χαθούν οι ρίζες, το δε μέλος του διοικητικού συμβουλίου Αλέξανδρος Κατσίκας αναφέρθηκε στις ιστορικές κακές συγκυρίες και καταστάσεις που οδήγησαν τους Κιρκαλιώτες στο Δοξάτο.
Η πρόεδρος του πολιτιστικού και μορφωτικού συλλόγου Δοξάτου Ξανθή Καρκαντζέλη που είχε την φροντίδα της υποδοχής και φιλοξενίας εξέφρασε τη χαρά της για αυτή την ιστορική συνάντηση και σημείωσε το ήθος και τα καλά χαρακτηριστικά των Καρκαλιωτών (όπως τους λένε) στο Δοξάτο αφού παρ’ όλες τις κακουχίες και δυστυχίες που πέρασαν κατόρθωσαν να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν συνθήκες προόδου, ανάπτυξης και ανάδειξης.
Και οι τρείς εκπρόσωποι εξέφρασαν τα συγχαρητήρια τους στον συγγραφέα του βιβλίου με τίτλο «Κίρκη Έβρου Η μάγισσα ή η μαγεία της φύσης» Αλέξανδρο Καζαντζή γιατί δημιούργησε το έδαφος για αυτή τη συνάντηση, ενώ η πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Δοξάτου Ξανθή Καρκαντζέλη τίμησε τον συγγραφέα με πάπυρο για την συμβολή του στην ιστορική ανάδειξη των Κιρκαλιωτων στο Δοξάτο, ο ίδιος δε συνεχάρη τους προέδρους και τα μέλη των ΔΣ των πολιτιστικών συλλόγων Κίρκης και Δοξάτου για την πολύτιμη προσφορά τους στον πολιτισμό και επεσήμανε, ότι αξίζει να συνεχισθούν αυτές οι επικοινωνιακές επαφές για να μη χαθούν οι ρίζες.
Ακολούθησε ανταλλαγή αναμνηστικών και προσφέρθηκαν από το σύλλογο Δοξάτου γλυκίσματα φτιαγμένα από τις Κιρκαλιώτισσες του Δοξάτου.
Η εκδρομή ολοκληρώθηκε με επίσκεψη στις πηγές της Αγ. Βαρβάρας της Δράμας και το Βαπτιστήριο της Αγίας Λυδίας στους Φιλίππους Καβάλας και εκφράσθηκε η ευχαρίστηση όλων αλλά και η επιθυμία να γίνονται τακτικά παρόμοιες εκδηλώσεις.