Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

ΝΕΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ-ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Περιοχή: Ανατολική Μακεδονία: νομός και επαρχία Δράμας, χωριό Δοξάτο.
Πηγή: Χειρόγραφο έτους 2006 (υπό καταγραφή).
Ομιλητής: Νίκος Νέος «Μπιρμπιρίτσας», 79 ετών.

Απομαγνητοφώνηση Απόδοση στην Κοινή Νέα Ελληνική
Δε σπέρνουν και πουλλά καπνά ικεί, δεν την αγαπούν τη δ’λειά πουλύ. Μισό στρέμμα, ένα στρέμμα καπνό θα σπείρουν. Έσπερνε ένας καμιά δεκαπέdε χρόνια, ε, ζήλεψε και δάσκαλος τ’ς μουσικής, ’α σπείρει και κείνος κάνα μισό στρέμμα. Είναι και πυκνοκατοικημένα τα σπίτια, δε bορούν να βρουν μέρος πού να βάλουν dη ράμκα, που λέμε, dη λιάστρα για να στεγνώσ’. Είχε μια παλιά αποθήκη ξέν’, πήγαινε αυτός που έσπερνε δεκαπένdε χρόνια, έβαζε εκεί τ’ς λιάστρες. ΄Υστερα πόσπειρε ’πό δεκαπένdε χρόνια κυρ-Γιώργης, ο δάσκαλος τ’ς μουσικής, ένα στρέμμα, είχε τρεις-τέσσερις λιάστρις, μόλις έβγαιν’ ήλιος, πήγαινε έπαιρνε του γείτονα τις λιάστρες, τις έβαζε στουν ίσκιο, έβαζε τις δικές του ζdτον ήλιο. – Α!, έβγαινε κοίταζε, γιατί ρε του gερατά; ’Γω του ’χω του dοίχο αυτόνα τόσα χρόνια! ΄Επαιρνε τ’ς λιάστρες τις έβαζε ζdον ίσκιο. ΄Εβαζε ο άλλος ζdουν ήλιο. ΄Ενας έβγαζε, ένας έβαζε, ένας έβγαζε, ένας έβαζε, μάλωσαν, δε μιλούσαν κανά δυο χρόνια. Δε σπέρνουν και πολλά καπνά εκεί, δεν την αγαπούν τη δουλειά πολύ. Μισό στρέμμα, ένα στρέμμα καπνό θα σπείρουν. Έσπερνε ένας καμιά δεκαπέντε χρόνια, ε, ζήλεψε και [ο] δάσκαλος της μουσικής, να σπείρει κι εκείνος κάνα μισό στρέμμα. Είναι και πυκνοκατοικημένα τα σπίτια, δεν μπορούν να βρουν μέρος πού να βάλουν τη ράμκα, που λέμε, τη λιάστρα για να στεγνώσει [ο καπνός]. Υπήρχε μια παλιά αποθήκη ξένη, πήγαινε αυτός που έσπερνε δεκαπέντε χρόνια, έβαζε εκεί τις λιάστρες. Αφού μετά από δεκαπέντε χρόνια έσπειρε [και] ο κυρ-Γιώργης, ο δάσκαλος της μουσικής, ένα στρέμμα, είχε τρεις-τέσσερις λιάστρις, μόλις έβγαινε ήλιος, πήγαινε έπαιρνε του γείτονα τις λιάστρες, τις έβαζε στουν ίσκιο, έβαζε τις δικές του στον ήλιο. – Α!, έβγαινε [ο άλλος], κοίταζε, [έλεγε:] γιατί ρε τον κερατά; Εγώ τον έχω τον τοίχο αυτόν τόσα χρόνια! ΄Επαιρνε τις λιάστρες τις έβαζε στον ίσκιο. ΄Εβαζε ο άλλος ζdουν ήλιο. ΄Ενας έβγαζε, ένας έβαζε, ένας έβγαζε, ένας έβαζε, μάλωσαν, δε μιλούσαν κανά δυο χρόνια.
Από ’δω μακριά, αυτός μουσικάνος πήγε απ’ αυτό το bοbούσ’, το gαρκίνο, πέθανε. Δεν είχαν ψάλτη, άρρωστος ήταν, πήγα να ψάλλω γω, με φώναξαν… Ε, του λέει η γυναίκα του, τον ζωντανό: - Πάνε, λέει, άναψε ένα κεράκ’. Ρεζίλι έγιναμε, λέει, για δυο παλιο-λιάστρες, λέει, ράμκες, μάλωσατε, λέει. – ’Γω, γ’ναίκα, ’γω δε dου κρατάω κακία, κείνος, λέει, πήρε τ’ς έβγαζε τ’ς δικές μας, τ’ς έβαζε ζdουν ίσκιο κι έβαζε τ’ς δικές τ’ ζdον ήλιο. -΄Αει ν’ ανάψεις ένα κερί, λέει. Μακριά από ’δω [= είθε να μη συμβεί σε μας], αυτός ο μουσικός πήγε απ’ αυτό το μπαμπούλα, τον καρκίνο, πέθανε. Δεν είχαν ψάλτη, ήταν άρρωστος, πήγα να ψάλλω εγώ, με φώναξαν… Ε, του λέει η γυναίκα του, του ζωντανού: - Πήγαινε, λέει, άναψε ένα κεράκι. Ρεζίλι γίναμε, λέει, για δυο παλιο-λιάστρες, ράμκες, μαλώσατε, λέει. – Εγώ, γυναίκα, δεν του κρατάω κακία, εκείνος, λέει, έπιασε και τις έβγαζε τις δικές μας, τις έβαζε στον ίσκιο κι έβαζε τις δικές του στον ήλιο. -΄Αντε ν’ ανάψεις ένα κερί, λέει [η γυναίκα του].
Πάει και κείνος καημένος, μόλις πήρε το κερί ν’ ανάψ’, τον βλέπει αυτή, η χήρα τώρα (- Γιατρέ, κάθου κειπέρα τώρα!), τουν βλέπει αυτήνα: – Αχ, Γιώργη μ’, άρχισε να χτυπάει τα πόδια. – Σήκω να δεις, Γιώργη μ’, ποιος ήρθε να σ’ ανάψ’ κεράκ’, δε σι κρατάει κακία. ’Κείνος dην έβαζε, συ την έβγαζες, ’κείνος dην έβαζε, συ την έβγαζες. Κόζμος μέσα όμως ακούν, πήραν κόζμος διαφορετικά! Χήρα χτυπούσε και τα ποδάργια! Ναι. – Όλα δω μνήσκουν, Γιώργη μ’, αν dην έβαζε κι κείνος, τι θα γίνουdαν; Βγήκαν όξω. –Τι έκανες αρέ; του λεν. - Να τι έκανα, λέει, αυτό κι αυτό. T’ς ράμκες τ’ς έβαζα ’γω ζdουν ήλιο, έβγαζε ’κείνος, τ’ς έβαζε τουν ίσκιο. Κι έμεινε η ιστορία. Πάει κι εκείνος [ο] καημένος, μόλις πήρε το κερί ν’ ανάψει, τον βλέπει αυτή, η χήρα τώρα (- Γιατρέ, κάτσε εκειπέρα τώρα! [ήρθε φίλος του αφηγητή]), τον βλέπει αυτή: – Αχ, Γιώργη μου, άρχισε να χτυπάει τα πόδια. – Σήκω να δεις, Γιώργη μου, ποιος ήρθε να σου ανάψει κεράκι, δε σου κρατάει κακία. Εκείνος την έβαζε, εσύ την έβγαζες, εκείνος την έβαζε, εσύ την έβγαζες. Ο κόσμος μέσα όμως [το] ακούει, ο κόσμος το πήρε διαφορετικά! Η χήρα χτυπούσε και τα πόδια! Ναι. – Όλα δω μένουν, Γιώργη μου, αν την έβαζε κι εκείνος, τι θα πείραζε; Βγήκαν έξω. - Τι έκανες ρέ; του λένε [οι άλλοι]. - Να τι έκανα, λέει, αυτό κι αυτό. Tις ράμκες τις έβαζα εγώ στον ήλιο, [τις] έβγαζε εκείνος, τις έβαζε στον ίσκιο. Κι έμεινε η ιστορία.
Όταν δούλιβα στου ΚΤΕΛ, ήρθε μια ξαδέρφ’ από ’δω Καρατζόγλου, Καρατζόγλου λέγομαι απ’ dη μαμά, το μισό το Δοξάτο είν’ Καρατζογλάδες. Ήρθε μια πρώτη ξαδέρφ’ ικεί, η οποία ήταν πανdρεμέν’ στη Gαβάλα, από ’δω, ξέρονdας ότι Καρατζόγλου, απ’ dη μαμά μου (αυτείν’ πήρε το bρώτο ξάδερφο τ’ς μαμάς μ’), να στείλει ένα δέμα εδώ τον πεθερό τ’ς. Ιγώ δούλιβα εισπράκτορας στο ΚΤΕΛ για. Όταν δούλεβα στο ΚΤΕΛ, ήρθε μια ξαδέρφη από εδώ Καρατζόγλου, Καρατζόγλου λέγομαι από τη μάνα [μου], το μισό το Δοξάτο είν’ Καρατζογλάδες. Ήρθε μια πρώτη ξαδέρφη εκεί, η οποία ήταν παντρεμένη στην Καβάλα, [καταγόμενη] από εδώ, ξέροντας το Καρατζόγλου, από τη μαμά μου (αυτή πήρε τον πρώτο ξάδερφο της μαμάς μου), να στείλει ένα δέμα εδώ στον πεθερό της. Εγώ δούλευα εισπράκτορας στο ΚΤΕΛ, βέβαια.
Πάει στο σταθμάρχη, λέει: - Θέλω το bρώτο ζουμ τον αξάδερφο το Gαρατζόγλου το Νίκο, να στείλω ένα δέμα στο bιθιρό μ’. – Kυρία μου, λέει, Καρατζόγλου Νίκο εισπράκτωρ δεν έχουμε, μήπως θέλεις το Νέο το Νίκο; Νέος λέγομαι στο επώνυμο. –Ου, δέκα χρόνια ιδώ δουλεύ’, παλιός είνι, δεν θέλ’τε να εξυπηρετήσ’τε! Κι νόμ’σε Νέος είμαι καινούργιος. Ξαδέρφ’ πρώτ’, τώρα! Καρατζόγλου αυτή απ’ dη μαμά μ’, νόμ’σε λέγομαι κι εγώ Καρατζόγλου, δεν έφτανε το μυαλό ως ικεί. – Δέκα χρόνια, λέει, ’δω δουλεύ’, λέει, θα με πεις εσύ, λέει, νέος είναι! Κι άλλος έλεγε: - Dο Νέο μήπως θέλ’ς;, επώνυμο. Κι έμεινε η ιστορία στο ΚΤΕΛ… Do Nέο… Ε, αφού ήταν τέτοιο το επώνυμο! Βλαχοδήμαρχος είναι παρατσούκλι, όπως και bιρbιρίτσας: ανέβαινα στη μουριά! Πάει στο σταθμάρχη, λέει: - Θέλω τον πρώτο μου τον ξάδερφο τον Καρατζόγλου το Νίκο, να στείλω ένα δέμα στον πεθερό μου. – Kυρία μου, λέει [ο σταθμάρχης], Καρατζόγλου Νίκο εισπράκτορα δεν έχουμε, μήπως θέλεις το Νέο το Νίκο; Νέος λέγομαι στο επώνυμο. –Ου, δέκα χρόνια εδώ δουλεύει, παλιός είναι, δεν θέλετε να εξυπηρετήσετε! Και νόμισε [με το] Νέος [ότι] είμαι καινούργιος. Ξαδέρφη πρώτη, τώρα! Καρατζόγλου αυτή από τη μαμά μου, νόμισε [ότι] λέγομαι κι εγώ Καρατζόγλου, δεν έφτανε το μυαλό [της] ως εκεί. – Δέκα χρόνια, λέει, εδώ δουλεύει, λέει, θα μου πεις εσύ, λέει, [ότι] είναι νέος! Κι [ο] άλλος έλεγε: - Το Νέο μήπως θέλεις;, επώνυμο. Κι έμεινε η ιστορία στο ΚΤΕΛ… Τo Nέο… Ε, αφού ήταν τέτοιο το επώνυμο! Βλαχοδήμαρχος είναι [το] παρατσούκλι [μου], όπως και Μπιρμπιρίτσας: ανέβαινα στη μουριά! [βερβερίτσα =σκίουρος].

Απόδοση στην Κοινή Νέα Ελληνική
Δε σπέρνουν και πολλά καπνά εκεί, δεν την αγαπούν τη δουλειά πολύ. Μισό στρέμμα, ένα στρέμμα καπνό θα σπείρουν. Έσπερνε ένας καμιά δεκαπέντε χρόνια, ε, ζήλεψε και [ο] δάσκαλος της μουσικής, να σπείρει κι εκείνος κάνα μισό στρέμμα. Είναι και πυκνοκατοικημένα τα σπίτια, δεν μπορούν να βρουν μέρος πού να βάλουν τη ράμκα, που λέμε, τη λιάστρα για να στεγνώσει [ο καπνός]. Υπήρχε μια παλιά αποθήκη ξένη, πήγαινε αυτός που έσπερνε δεκαπέντε χρόνια, έβαζε εκεί τις λιάστρες. Αφού μετά από δεκαπέντε χρόνια έσπειρε [και] ο κυρ-Γιώργης, ο δάσκαλος της μουσικής, ένα στρέμμα, είχε τρεις-τέσσερις λιάστρις, μόλις έβγαινε ήλιος, πήγαινε έπαιρνε του γείτονα τις λιάστρες, τις έβαζε στουν ίσκιο, έβαζε τις δικές του στον ήλιο. – Α!, έβγαινε [ο άλλος], κοίταζε, [έλεγε:] γιατί ρε τον κερατά; Εγώ τον έχω τον τοίχο αυτόν τόσα χρόνια! ΄Επαιρνε τις λιάστρες τις έβαζε στον ίσκιο. ΄Εβαζε ο άλλος ζdουν ήλιο. ΄Ενας έβγαζε, ένας έβαζε, ένας έβγαζε, ένας έβαζε, μάλωσαν, δε μιλούσαν κανά δυο χρόνια.
Μακριά από ’δω [= είθε να μη συμβεί σε μας], αυτός ο μουσικός πήγε απ’ αυτό το μπαμπούλα, τον καρκίνο, πέθανε. Δεν είχαν ψάλτη, ήταν άρρωστος, πήγα να ψάλλω εγώ, με φώναξαν… Ε, του λέει η γυναίκα του, του ζωντανού: - Πήγαινε, λέει, άναψε ένα κεράκι. Ρεζίλι γίναμε, λέει, για δυο παλιο-λιάστρες, ράμκες, μαλώσατε, λέει. – Εγώ, γυναίκα, δεν του κρατάω κακία, εκείνος, λέει, έπιασε και τις έβγαζε τις δικές μας, τις έβαζε στον ίσκιο κι έβαζε τις δικές του στον ήλιο. -΄Αντε ν’ ανάψεις ένα κερί, λέει [η γυναίκα του].
Πάει κι εκείνος [ο] καημένος, μόλις πήρε το κερί ν’ ανάψει, τον βλέπει αυτή, η χήρα τώρα (- Γιατρέ, κάτσε εκειπέρα τώρα! [ήρθε φίλος του αφηγητή]), τον βλέπει αυτή: – Αχ, Γιώργη μου, άρχισε να χτυπάει τα πόδια. – Σήκω να δεις, Γιώργη μου, ποιος ήρθε να σου ανάψει κεράκι, δε σου κρατάει κακία. Εκείνος την έβαζε, εσύ την έβγαζες, εκείνος την έβαζε, εσύ την έβγαζες. Ο κόσμος μέσα όμως [το] ακούει, ο κόσμος το πήρε διαφορετικά! Η χήρα χτυπούσε και τα πόδια! Ναι. – Όλα δω μένουν, Γιώργη μου, αν την έβαζε κι εκείνος, τι θα πείραζε; Βγήκαν έξω. - Τι έκανες ρέ; του λένε [οι άλλοι]. - Να τι έκανα, λέει, αυτό κι αυτό. Tις ράμκες τις έβαζα εγώ στον ήλιο, [τις] έβγαζε εκείνος, τις έβαζε στον ίσκιο. Κι έμεινε η ιστορία.
Όταν δούλεβα στο ΚΤΕΛ, ήρθε μια ξαδέρφη από εδώ Καρατζόγλου, Καρατζόγλου λέγομαι από τη μάνα [μου], το μισό το Δοξάτο είν’ Καρατζογλάδες. Ήρθε μια πρώτη ξαδέρφη εκεί, η οποία ήταν παντρεμένη στην Καβάλα, [καταγόμενη] από εδώ, ξέροντας το Καρατζόγλου, από τη μαμά μου (αυτή πήρε τον πρώτο ξάδερφο της μαμάς μου), να στείλει ένα δέμα εδώ στον πεθερό της. Εγώ δούλευα εισπράκτορας στο ΚΤΕΛ, βέβαια.
Πάει στο σταθμάρχη, λέει: - Θέλω τον πρώτο μου τον ξάδερφο τον Καρατζόγλου το Νίκο, να στείλω ένα δέμα στον πεθερό μου. – Kυρία μου, λέει [ο σταθμάρχης], Καρατζόγλου Νίκο εισπράκτορα δεν έχουμε, μήπως θέλεις το Νέο το Νίκο; Νέος λέγομαι στο επώνυμο. –Ου, δέκα χρόνια εδώ δουλεύει, παλιός είναι, δεν θέλετε να εξυπηρετήσετε! Και νόμισε [με το] Νέος [ότι] είμαι καινούργιος. Ξαδέρφη πρώτη, τώρα! Καρατζόγλου αυτή από τη μαμά μου, νόμισε [ότι] λέγομαι κι εγώ Καρατζόγλου, δεν έφτανε το μυαλό [της] ως εκεί. – Δέκα χρόνια, λέει, εδώ δουλεύει, λέει, θα μου πεις εσύ, λέει, [ότι] είναι νέος! Κι [ο] άλλος έλεγε: - Το Νέο μήπως θέλεις;, επώνυμο. Κι έμεινε η ιστορία στο ΚΤΕΛ… Τo Nέο… Ε, αφού ήταν τέτοιο το επώνυμο! Βλαχοδήμαρχος είναι [το] παρατσούκλι [μου], όπως και Μπιρμπιρίτσας: ανέβαινα στη μουριά! [βερβερίτσα =σκί
ουρος].


ΠΗΓΗ: http://www.xanthi.ilsp.gr/mnemeia/soundfileDetail.aspx?soundid=2


Την ιστορία με τις ράμκες αφηγείται ο κ. Νέος σε συνάθροιση στην ταβέρνα του Ζάχαρη περίπου δύο χρόνια πριν, όπως φαίνεται στο βιντεάκι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: